σαυροειδή — τα ών, τάξη ερπετών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
λεπιδωτά — Μεγάλη τάξη ερπετών η οποία υποδιαιρείται σε τρεις υποτάξεις, των οφιδίων, των αμφισβαινίων και των σαυροειδών. Η επιστημονική της ονομασία είναι Squamata. Παλαιότερα τα λ. θεωρούνταν μία ομάδα, στην οποία οι τρεις αυτές υποτάξεις είχαν τη θέση… … Dictionary of Greek
σαυροειδής — ές, ΝΑ ο όμοιος με σαύρα («ὁ δὲ χαμαιλέων ὅλον μὲν τοῡ σώματος ἔχει τὸ σχῆμα σαυροειδές», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σαυροειδή ζωολ. υπόταξη λεπιδωτών ερπετών, τα σαυρόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + ειδής*. Ο τ. με τη νεοελλ … Dictionary of Greek
σαυρόμορφα — τα, Ν ζωολ. υπόταξη ερπετών που ανήκει στην τάξη λεπιδωτά ή οφιοσαύρια και περιλαμβάνει τα είδη τα οποία είναι γνωστά ως σαύρες, αλλ. σαυροειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. sauria (< σαύρα / σαῦρος] … Dictionary of Greek
φυλλοδάκτυλος — ο, Ν ζωολ. γένος μικρόσωμων ερπετών, που είναι σαύρες τής οικογένειας γκέκο τής υπόταξης σαυροειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllodactylus] … Dictionary of Greek
αγαμίδες — (agamidae). Οικογένεια ερπετών της τάξης των λεπιδωτών (υποτάξη σαυροειδή). Ένα από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τα ζώα αυτά είναι τα δόντια τους που είναι τοποθετημένα στην άκρη των σιαγόνων και διακρίνονται σε κυνόδοντες, κοπτήρες και… … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek